Η βιομηχανία ιδρύθηκε το 1907, αρχικώς ως «Χατζηλάζαρος, Αγγελάκης και Σία», από το 1912 ως το 1922 ως «ΕΡΙΑ – Εριουργία Α.Ε.» και από το 1922 ως την κήρυξη πτώχευσης και την οριστική παύση λειτουργίας το 1938 ως «ΕΡΙΑ – Νέα Ανώνυμος Ελληνική Υφαντουργική Εταιρεία Ναούσης». Το κτήριο σχεδιάστηκε το 1908 από τον Ξενοφώντα Παιονίδη, αρχιτέκτονα με σημαντικό έργο στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, και στέγασε πλυντήριο, βαφείο, κλωστήριο, υφαντήριο και φινιριστήριο. Η μέγιστη παραγωγή της εριουργίας έφτασε τα 200.000 μ. υφάσματος το 1924. Τα κτήριά της καταστράφηκαν στον Εμφύλιο (1949) και στη θέση τους κτίστηκε στη δεκαετία του 1960 νεώτερο για να στεγάσει το βαφείο της βιομηχανίας ΒΕΤΛΑΝΣ των Λαναρά και Καράτζια, μετά την εξαγορά της ΕΡΙΑ το 1960. Από την αρχική κατασκευή (1911) διασώθηκαν το λεβητοστάσιο και η πλίνθινη καμινάδα (κηρυγμένο μνημείο), εντεταγμένα στο συγκρότημα (ιδιοκτησία του Δήμου Νάουσας) που σήμερα στεγάζει το Κέντρο Τεκμηρίωσης και Προβολής της Βιομηχανικής Κληρονομιάς της Νάουσας. Η αποκατάσταση και ανάπλαση του κτηρίου ξεκίνησε το 2009 και τα εγκαίνια του Κέντρου πραγματοποιήθηκαν το 2021.
Η συνέχεια της ΒΕΤΛΑΝΣ στην έναντι πλευρά του δρόμου υπήρξε η κύρια βιομηχανική μονάδα, που παρήγαγε τις επί δεκαετίες διάσημες κουβέρτες. Μετά τη μερική αποκατάστασή του το 2010, στεγάζει τον Πολυχώρο Πολιτισμού, που περιλαμβάνει τη Δημοτική Βιβλιοθήκη, αίθουσα διαλέξεων, χώρο αναψυχής, τα Εικαστικά Εργαστήρια του Δήμου, αίθουσες για τις πρόβες μουσικών και θεατρικών σχημάτων.
Στη Μακεδονία παρατηρείται μεγάλη παράδοση στη μεταξουργία, υφαντουργία, νηματουργία κατά το 18ο αι. Ως το 1800 καταγράφονται περισσότεροι από 10.000 αργαλειοί. Η ανάπτυξη αυτή στηρίχθηκε στις άφθονες υδατοπτώσεις, που εξασφάλιζαν δωρεάν ενέργεια, και στα χαμηλότατα ημερομίσθια, που εξασφάλιζαν μικρό κόστος παραγωγής, καθώς και στη μακρά τοπική παράδοση σε αυτού του είδους τη χειροτεχνία/βιοτεχνία, που εξασφάλιζε υψηλή ποιότητα και τεχνογνωσία. Η ανάπτυξη ενισχύθηκε από τις ευεργετικές διατάξεις της νομοθεσίας του οθωμανικού κράτους: σειρά διατάξεων του Τανιζμάτ (1839) και του Χάτι Χουμαγιούν (1856) που, υπό την ασφυκτική πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων, κατέστησαν τους χριστιανούς υπηκόους ισότιμους ―έστω και θεωρητικώς― με τους κυρίαρχους Οθωμανούς, καθώς και με την επιβολή υψηλού δασμού (11%) στις εισαγωγές έτοιμων προϊόντων και αντιθέτως ατέλειας στην εισαγωγή πρώτων υλών και μηχανημάτων το 1908.
Η Νάουσα παρουσιάζει οικονομική ανάπτυξη ήδη πριν από τα ανωτέρω ευνοϊκά κρατικά μέτρα. Ως το 1822 δραστηριοποιούνταν περί τα 40 εργαστήρια υφαντουργίας, όπου γυναίκες, αλλά και άνδρες παρήγαγαν περίφημα στην εποχή τους μάλλινα, μεταξωτά και λινά υφάσματα, πιο γνωστά από τα οποία ήταν τα προσόψια. Την ίδια εποχή ανεπτυγμένη ήταν και η οπλοποιία, αργυροχοΐα, μαχαιροποιία, με εξαγωγές στη Βιέννη, Πέστη, Μόσχα, Οδησσό, πόλεις της σημερινής Γερμανίας, Ουγγαρίας, Κροατίας. Μετά την ολοκληρωτική καταστροφή του 1822 και τη σταδιακή επάνοδο ενός μέρους των κατοίκων και παρά τη στέρηση των έως τότε προνομίων και την εγκατάσταση για πρώτη φορά και μουσουλμάνων στην πόλη, η κατασκευή υφασμάτων αναβίωσε. Στη δεκαετία του 1850 μαρτυρείται βιοτεχνία που παρήγαγε σαγιάκια (χοντρά υφάσματα αντίστοιχα της τσόχας), για τα οποία η Νάουσα ήταν γνωστή και πριν από το 1822. Μέσα σε 30 χρόνια από το ολοκαύτωμα η δραστηριότητα των εμπόρων της πόλης, οι οποίοι διακινούσαν τα προϊόντα της αγροτικής παραγωγής και μεταποίησης (όπως το περίφημο κρασί), καθώς και της χειροτεχνίας (όπως τα υφάσματα) στην ελεύθερη Ελλάδα, στην Αίγυπτο και τη Βοσνία, όπου ίδρυσαν εμπορικούς οίκους.
Τα κεφάλαια που συγκεντρώθηκαν από την εμπορική δραστηριότητα, τα επένδυσαν στη συνέχεια στη βιομηχανία, αξιοποιώντας στο έπακρο τη μηδενικού κόστους πηγή ενέργειας, το νερό. Η ίδρυση του πρώτου εργοστασίου (Λόγγου-Κύρτση-Τουρπάλη) το 1874 αποτελεί τομή: παρά την καχυποψία των οθωμανικών αρχών για την οικονομική ανάπτυξη των υπόδουλων χριστιανών, οι τρεις συνέταιροι εισήγαγαν μεταχειρισμένα ευρωπαϊκά μηχανήματα από τον Πειραιά και πρώτες ύλες (βαμβάκι, αργότερα και μαλλί) από τις γειτονικές επαρχίες και τη Μικρά Ασία και ξεκίνησαν τη βιομηχανική παραγωγή νημάτων, τα οποία διέθεταν στην απέραντη βαλκανική ενδοχώρα (Μακεδονία, Ήπειρο, Αλβανία, Βοσνία, Κροατία). Πολύ γρήγορα οι βιομηχανίες πολλαπλασιάστηκαν, τόσο στην ίδια τη Νάουσα όσο και στις γειτονικές Βέροια και Έδεσσα.